Το Σάββατο, 5 Οκτωβρίου, η ιαχή «Άξιος» αντήχησε στο κατάμεστο κεντρικό αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ, προς τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέου, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας.
Στη λαμπρά τελετή αναγορεύσεως παρέστησαν ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος και τα μέλη της περί Αυτόν Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου, ο Υφυπουργός Πολιτισμού της Ελλάδος, κ. Ιάσων Φωτήλας, ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, Ιεράρχες, κληρικοί, μοναχοί και μοναχές, Καθηγητές και σπουδαστές της Θεολογικής Σχολής, κ.ά..
Σημειώνεται ότι ο Παναγιώτατος αφίχθη το βράδυ της Παρασκευής στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Σύδνεϋ, και πραγματοποιεί πολύημερη επίσημη επίσκεψη στην Αυστραλία, προκειμένου να προεξάρχει των εορταστικών εκδηλώσεων επί τη εκατονταετηρίδα της σημαντικής αυτής Επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου στην πέμπτη ήπειρο.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η έναρξη της τελετής, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης, μετά την πανηγυρική είσοδο στο αμφιθέατρο, προϋπαντηθείς υπό νέων της Ομογένειας δι’ επευφημιών και τραγουδιών προς τιμήν Του, έγινε δεκτός με τυμπανοκρουσίες και ήχους σκωτσέζικης γκάιντας από μέλη της ιστορικής μπάντας «Sydney Thistle Highland PipeBand».
Εξίσου εντυπωσιακό, και ταυτοχρόνως συγκινητικό, ήταν το μουσικοθεατρικό πρόγραμμα με το οποίο ολοκληρώθηκε η τελετή, υπό τον τίτλο «Ρωμιωσύνης Αντίλαλοι», που παρουσιάστηκε από νέους και νέες της Χριστιανικής Ενώσεως του Σύδνεϋ.
Στο κυρίως μέρος της τελετής, ο Παναγιώτατος κ.κ. Βαρθολομαίος εκφώνησε ομιλία με θέμα: «Η αναγκαιότης του συνοδικού φρονήματος», όπου εισαγωγικά υπενθύμισε ότι «αρχετυπικώς η αγία ημών Εκκλησία κατά την ημέραν της φανερώσεως αυτής εις τον κόσμον, ευρίσκεται εν Συνόδω, ήτοι συνηγμένη “επί τo αυτό” εν Αγίω Πνεύματι».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, αποσαφήνισε ότι η Συνοδικότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «δε νοείται ως σύστημα ανάλογον της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, όπου αι Εκκλησίαι εκλαμβάνονται και νοούνται ως Ομόσπονδα Κρατίδια με κύριαρχον χαρακτηριστικόν την αριθμητικήναντιπροσώπευσιν και τας ισοπεδωτικάςλογικάς, ενίων εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών σήμερον».
Εξήγησε δε ότι το συνοδικό φρόνημα της Εκκλησίας εκφράζεταιαυθεντικάυπό δύο απαραίτητες και απαρέγκλιτες προϋποθέσεις: «Προϋπόθεσις πρώτη: το αξίωμα ή μάλλον το χάρισμα και η ευθύνη τού Πρώτου.[…] Προϋπόθεσις δευτέρα: η συνοδικότης ουδόλως δύναται να υφίσταται εκτός των τεθεσπισθέντων υπό των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων όρων και ορίων».
Περατώνοντας τον θεολογικό λόγο του περί του συνοδικού φρονήματος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στο νέο Σύνταγμα της Ι. Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, το οποίο λαμβάνει πρόνοια δημιουργίας Συνόδου Επισκόπων, και συνεχάρη για την πρωτοβουλία του αυτή τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο κ. Μακάριο. Επιπλέον, ευχαρίστησε τον Αρχιεπίσκοπο, ως Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής, καθώς και το Διδακτικό αυτής Προσωπικό, για τη γενόμενη τιμή προς το πρόσωπό Του. Τέλος, απευθύνθηκε με πατρική στοργή προς τους παρισταμένους νέους, προτρέποντάς τους να παραμείνουν πλησίον της Εκκλησίας και του Χριστού, «Όστις δεν θα σας απογοητεύσῃ ποτέ».
Από την πλευρά του, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος, εκφωνώντας την καταληκτήρια ομιλία της τελετής, ευχαρίστησε αρχικά τον Παναγιώτατογια την αποδοχή της πρότασης να καταστεί ο πρώτος των διδακτόρων της ιεράς επιστήμης της Θεολογίας, στην πρώτη Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή που δημιουργήθηκε στο νότιο ημισφαίριο. Ακολούθως, αφού περιέγραψε το χρονικό των προσπαθειών που κατεβλήθησαν για την ίδρυση της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέου, αναφέρθηκε εκτενέστερα στην προσωπικότητα του Οικουμενικού Πατριάρχου, ένα «πρότυπο θεολόγου ανδρός», όπως διέκρινε, που καταθέτει «μετά παρρησίας και σοφίας πολλής» τον θεολογικό λόγο της Μητρός Εκκλησίας.
«Αυτή είναι η θεολογία της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και του Οικουμενικού μας Πατριάρχου Βαρθολομαίου: η θεολογία της αληθείας της πίστεως, η σώζουσα θεολογία της Εκκλησίας, η θεολογία των Αγίων και Σεπτών Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων μας. Αυτήν τη θεολογία έχει ανάγκη σήμερα ο κόσμος», τόνισε με έμφαση καταληκτικά.
Παρακάτω ολόκληρη η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη:
Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Αὐστραλίας κ. Μακάριε, Κοσμῆτορ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου,
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Εὐλαβέστατοι κληρικοί καί ὁσιώτατοι μοναχοί,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί,
Πεφιλημένα τέκνα, φοιτηταί καί φοιτήτριαι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί νέοι τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας,
Ἐκλεκτοί παρόντες,
Ἐν δοξολογίᾳ πολλῇ καί ἐν ἀπείρῳ εὐχαριστίᾳ πρός τόν ἐν Τριάδι Θεόν ἡμῶν ἀποδεχόμεθα τήν προσγινομένην τιμήν τῆς ἀναγορεύσεως τῆς ἡμῶν Μετριότητος εἰς τήν περιωπήν τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος τῆς περιπύστου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τῆς πρώτης Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς ἐν τῷ Νοτίῳ ἡμισφαιρίῳ, ἱδρυθείσης ὑπό τοῦ μακαριστοῦ καί πεφιλημένου Ἱεράρχου τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, αειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κυροῦ Στυλιανοῦ, τοῦ λογίου ποιμένος, τοῦ ἐγνωσμένου ποιητοῦ, τοῦ ἐγκρατοῦς θεολόγου, τοῦ ἐκδαπανήσαντος τόν ἐπί γῆς βίον αὐτοῦ ὑπέρ τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους. Ἀλλ᾽ ἡ ἑσπερινή αὕτη ἐπίσημος ἀκαδημαϊκή τελετή, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται εἰς τό λαμπρόν τοῦτο θεωρεῖον τῆς ἐπιστήμης τοῦ περιβοήτου Πανεπιστημίου τοῦ Σύδνεϋ, περιποιεῖ ἰδιαιτέραν τιμήν εἰς τόν Πατριάρχην, δι᾽ ἕνα ἐπιπλέον λόγον, τόν ὁποῖον ἀσφαλῶς, ὀφείλομεν νά ἀναδείξωμεν.
Ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας ἀπονέμει, διά πρώτην φοράν εἰς τήν ἱστορίαν αὐτῆς, Ἐπίτιμον Διδακτορικόν Δίπλωμα καί ἐνῶ ἔχει λάβει τήν νενομισμένην ἄδειαν πρός τοῦτο ἐκ τῶν Πανεπιστημιακῶν Ἀρχῶν καί τῆς Συγκλήτου πρό τριετίας, τόσον ὁ Ἱερώτατος ἀδελφός καί Κοσμήτωρ αὐτῆς, ὅσον καί τό σῶμα τῶν Ἐλλογιμωτάτων κυρίων Καθηγητῶν ἀνέμενον τήν ἡμετέραν ἔλευσιν διά νά ἀρχίσουν τήν ἀπονομήν τῶν τιμητικῶν τούτων τίτλων ἀπό τοῦ Πατριάρχου, ἐκφράζοντες καί δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τά αἰσθήματα ἀγάπης καί τιμῆς, σεβασμοῦ καί ἀφοσιώσεως εἰς τήν ἡμετέραν Μετριότητα. Διό καί ἐκφράζομεν πρός τόν Κοσμήτορα καί πρός ἅπαντα τά μέλη τοῦ Διδακτικοῦ Προσωπικοῦ τήν βαθυτάτην ἡμῶν εὐχαριστίαν καί ἐπαναλαμβάνομεν, ὡς πράττομεν πάντοτε, ὅτι αἱ τιμαί αὕται διαβαίνουν καί ἀντανακλοῦν ἐπί τήν κοινήν ημών Μητέρα, τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, τό Σεπτόν Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, τοῦ ὁποίου τήν σταυρόσχημον καί ἀνάντη πορείαν ἰθύνει, ἀπείρῳ Θεοῦ ἐλέει, ἡ ἡμετέρα Μετριότης τριάκοντα καί τρία ἔτη, ἕως τῆς σήμερον.
Καίτοι ἐν τῇ ἐκδηλώσει ταύτη ὅλα πραγματοποιοῦνται εὐσχημόνως καί κατά τάξιν, ἐπιτρέψατε ἡμῖν, ἐκλεκτοί προσκεκλημένοι, νά ἐκκινήσωμεν τήν ὁμιλίαν ἡμῶν παραδόξως πως, ἀναμιμνησκόμενοι τήν ἱστορίαν τῆς πυργοποιίας τῆς Βαβέλ ἐκ τῆς Μωσαϊκῆς Παραδόσεως τῆς Ἱερᾶς τῆς Γενέσεως Βίβλου καί τήν παιδαγωγίαν την οποίαν ἐπέβαλεν ὁ Κύριος Σαβαώθ ἐπί ἐκείνων, οἵτινες ἐκ τῆς πολλῆς των ἀλαζονείας ᾠκοδόμησαν τόν νοητόν πύργον τῆς ἀποστασίας κατά τοῦ Θεοῦ: «καί διέσπειρεν αὐτούς Κύριος ἐκεῖθεν ἐπί πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καί ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τήν πόλιν καί τόν πύργον. Διά τοῦτο ἐκλήθη τό ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε Κύριος τά χείλη πάσης τῆς γῆς, καί ἐκεῖθεν διέσπειρεν αὐτούς Κύριος ἐπί πρόσωπον πάσης τῆς γῆς» (Γεν. 11, 8-9), κατά τό ἱερόν κείμενον.
Ὅθεν, σύγχυσις καί ταραχή καί διαίρεσις, ἔριδες καί μάχαι ἐπικρατοῦν ὅταν ἡ ἀνθρωπότης ἐπαναστατῇ κατά τοῦ Θεοῦ καί, ἀσφαλῶς, ἡ πρώτη ἐκείνη ἐπανάστασις τοῦ ἀρχαίου Ἀδάμ κατά τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Δημιουργοῦ εἶναι πού ἐπιφέρει τήν ἔκπτωσιν ἐκ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τόν σκοτασμόν τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀποξένωσιν ἐκ τῆς χάριτος ἀλλά καί τήν ἐπανάστασιν καί τήν διχόνοιαν μεταξύ τῶν τέκνων τοῦ Ἀδάμ, ὡς εἴδομεν ἐκ τῆς ἀναφορᾶς εἰς τόν Πύργον τῆς Βαβέλ, ἀλλά καί ἐκ πολλῶν ἄλλων, ὡς ἡ ἀδελφοκτονία τοῦ Κάϊν καί πλεῖστα ὅσα ἀκόμη. Και ως ταῦτα πάντα εἰσέρχονται, ὡς ἐπείσακτος νόσος, εἰς τήν ἀνθρωπίνην πραγματικότητα δι᾽ ἑνός ἀνθρώπου, οὕτω καί διά τοῦ Ἑνός καί Μοναδικοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Πατρός ἀποκαθίσταται ἡ πηλίνη ἀδαμιαία φύσις εἰς τό ἀρχαῖον κάλλος καί ἐπέρχεται ἡ συμφιλίωσις καί ἡ ἑνότης κατά τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου (πρβλ. Α’ Ρωμ. 12 κ. ἑξ.).
Εἰκόνα θαυμαστήν τῆς ἑνότητος, ἐν ἀντιθέσει, μέ τά προλεχθέντα ἀνευρίσκομεν εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί δή εἰς τήν περιγραφήν τῆς Πεντηκοστῆς, καθ᾽ ἥν ἅπασα ἡ Ἐκκλησία ἦτο συνηγμένη «ἐπί τό αὐτό» (Πρ. 2, 1), ὡς ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καί εἶναι τῷ ὄντι ἄξιον θαυμασμοῦ ὅτι ἡ ἔκχυσις τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐπιφέρει τήν ποικιλίαν τῶν γλωσσῶν, ἥτις ὅμως δέν προκαλεῖ τήν σύγχυσιν τῆς Βαβέλ, τοὐναντίον ὁδηγεῖ εἰς τήν κοινωνίαν ἐν τρόπῳ θαυμαστῷ, δηλονότι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, διότι μόνον διά τοῦ πανσθενουργοῦ καί γλωσσοπυρσομόρφου Πνεύματος εἶναι δυνατή ἡ ἑνότης, ἥτις μάλιστα εἶναι τό ὀντολογικόν ἐκεῖνο στοιχεῖον, τό ὁποῖον κυριαρχεῖ κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, τήν οὕτω καλουμένην ἡμέραν φανερώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ.
Κατ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἡμέραν, ἐν θαυμαστῇ ἑνότητι, φανεροῦται εις τας καθολικάς αὐτῆς διαστάσεις ἡ Ἐκκλησία, ἥτις ἐκτίσθη πρό καταβολῆς κόσμου ἐν τῇ πανσοφίᾳ τοῦ Πατρός, διά τοῦ Υἱοῦ, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. Ἅπασα ἡ Ἐκκλησία εἰς ἕνα τόπον, ὡς ἡ μία φωνή τοῦ Παρακλήτου συνέρχεται καί καθίσταται τό κέντρον τῆς Κτίσεως καί καλεῖ ἅπαντας εἰς ἑνότητα, καθώς ψάλλομεν κατά τήν ἑορτήν τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς: «Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε, καί συμφώνως δοξάζομεν τό πανάγιον Πνεῦμα»[1].
Θά ἐλέγομεν, συνεπῶς, ὅτι ἀρχετυπικῶς ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία κατά τήν ἡμέραν τῆς φανερώσεως αὐτῆς εἰς τόν κόσμον, εὑρίσκεται ἐν Συνόδῳ, ἤτοι συνηγμένη «ἐπί τό αὐτό» ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, διότι Σύνοδος καί Ἐκκλησία, μᾶλλον οὐδόλως δύνανται νά ὑπάρξουν κεχωρισμένως ἀπ᾽ ἀλλήλων, καθώς λέγει καί ὁ ἡμέτερος ἐν ἁγίοις Προκάτοχος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Χρυσορρήμων: «Ἐκκλησία γάρ συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὄνομα»[2]. Συνεπῶς, Σύνοδος εἶναι ἡ χαρισματική συγκρότησις τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποίας φανεροῦται ἡ ἀλήθεια, ὡς γεγονός ἑνότητος, κοινωνίας καί ἀγάπης, καί οὐχί ἀσφαλῶς ὡς συνέδριον ἐπιστημονικοῦ τύπου, ἔνθα διαλεγόμεθα ἐπιστημονικῶς καί φιλοσοφικῶς διά τήν εξαγωγήν συμπερασμάτων τινῶν.
Ἀσφαλῶς, ἡ Σύνοδος εἶναι ἀπαραίτητος καί ἀναγκαία ὁσάκις διασαλεύεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διότι φαλκιδεύεται ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεως, εἴτε διότι ἀμφισβητεῖται ἡ ἱεροκανονική της σταθερότης. Λέγει, ἐν προκειμένῳ, ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Περγάμου κυρός Ἰωάννης, ὁ παγκοσμίου κύρους θεολόγος τῶν ἐσχάτων χρόνων, τά ἑξῆς: «Ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία διασαλεύεται ὅταν ὁ καθένας ὑψώνει τό ἀνάστημά του καί γίνεται ἐκφραστής καί ὑπερασπιστής τῆς ἀλήθειας […], διάφοροι ἐκφράζουν μέ τή δική τους αὐθεντία τήν ἀλήθεια. Καί ἔχουμε ἔτσι μία διαίρεση οὐσιαστική μέσα στήν Ἐκκλησία». Καί συνεχίζει ὁ μακαριστός Ἱεράρχης: «Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων εἶναι αὐτή πού τελικά ἀποφαίνεται γιά τήν ἀλήθεια. Ἡ Σύνοδος εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά μποροῦμε νά διαπιστώνουμε ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καί ὄχι ἡ γνώμη τοῦ καθενός, καί ὄχι ἡ γνώμη των διαφόρων ὁμάδων»[3].
Ἀτυχῶς, ἐσχάτως, κυρίως ἐξ ἀφορμῆς τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς συνελθούσης ἐν Κρήτῃ, ὑπῆρξαν πλεῖσται ὅσαι ἀμφισβητήσεις τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως καί ἐν γένει τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Μετ’ ἐπιτάσεως καί ἀπό τούτου τοῦ βήματος ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι : «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, τόν Μονογενῆ Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν φανερώσαντα, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, τοῦ ὅλου ἐπιγείου ἔργου, τῆς σταυρικῆς θυσίας καί τῆς ἀναστάσεώς Αὐτοῦ, τόν Τριαδικόν Θεόν ὡς ἄπειρον Ἀγάπην»[4]. Θά ἐλέγομεν μάλιστα, ἄνευ δευτέρας σκέψεως, ὅτι ἡ ἀναίτιος πολεμική κατά τῆς Συνόδου ταύτης ἀποτελεῖ ἕν ἐπί πλέον ἐχέγγυον ὅτι αὐτή ἐκφράζει τήν γνησίαν φωνήν τοῦ Παρακλήτου.
Αὐτήν τήν γνησίαν φωνήν τοῦ Πνεύματος, περί τῆς ὁποίας προσφυῶς ἐγράφη: «Σήμερον ἡ ἀρχαία καί μουσουργική φωνή τοῦ Πνεύματος πάλιν ἀκούεται. Σήμερον ἡ εὐδίνητος καί εὔλαλος τῆς Ἐκκλησίας γλῶττα κηρύττει καί τἀληθῆ λέγει. Σήμερον ὁ ἦχος ὁ καθαρός τῶν ἑορταζόντων μελωδεῖται καί εἰς τά τέτταρα τῆς Οἰκουμένης πέρατα ἀφικνεῖται»[5], αὐτήν τήν φερέσβιον καί τερψίμβροτον φωνήν, λέγομεν, ἔχομεν περισσότερον ἤ ἄλλοτε ἀνάγκην σήμερον, διό καί ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνον διακηρύττει τήν βαθεῖαν καί ἀκλόνητον συνοδικήν συνείδησιν αὐτῆς ἀλλά ἐγγυᾶται καί διαφυλάττει τήν ἑνότητα τῆς καθ᾽ ὅλου Ἐκκλησίας κατά τάς ἀρχαιόθεν θυσιαστικάς εὐθύνας αὐτῆς.
Οὐδόλως, ἄλλωστε, εἶναι τυχαῖον ὅτι ἅπασαι αἱ Ἅγιαι καί Σεπταί Οἰκουμενικαί Σύνοδοι συνεκλήθησαν εἰς τό κανονικόν ἔδαφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῇ φροντίδι καί μερίμνῃ καί εἰς τάς πλεῖστας τῶν περιπτώσεων, τῇ πρωτοστασίᾳ τῶν ἀοιδίμων προκατόχων ἡμῶν, διότι, ὡς ἐλέχθη, ἡ ἀλήθεια ἐκφράζεται διά τῆς Συνόδου, ὡς ἐκφράσεως τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Ἡ μερικότης καί ἀποσπασματικότης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκφράσῃ τήν καθολικήν ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, διό καί ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων, οἵτινες δέν παρίστανται εἰς τήν Σύνοδον ὡς μεμονωμένα καί αὐθύπαρκτα -οὕτως εἰπεῖν- πρόσωπα ἀλλ᾽ ἐκ προσώπου τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ αὐτῶν, ὡς ἔκφρασις τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις φέρει εἰς τήν πληρότητά των τά χαρίσματα τῆς Ἑνότητος, τῆς Ἁγιότητος, τῆς Καθολικότητος καί τῆς Ἀποστολικότητος, κωδικοποιεῖ τήν ἐμπειρίαν τῆς ἀληθείας καί οὐχί θεωρητικάς τινας ἀρχάς.
Αἰσθανόμεθα, καί ἀπό τούτου τοῦ ἐπισήμου βήματος, τήν ἀνάγκην νά διαδηλώσωμεν ὅτι ἡ Συνοδικότης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ δέν νοεῖται ὡς σύστημα ἀνάλογον τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς Δημοκρατίας, ὅπου αἱ Ἐκκλησίαι ἐκλαμβάνονται καί νοοῦνται ὡς Ὁμόσπονδα Κρατίδια μέ κύριαρχον χαρακτηριστικόν τήν ἀριθμητικήν ἀντιπροσώπευσιν καί τάς ἰσοπεδωτικάς λογικάς, ἐνίων ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερον. Τό συνοδικόν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται, αὐθεντικῷ τῷ τρόπῳ, ὑπό δύο ἀπαραιτήτους καί ἀπαρεγκλίτους προϋποθέσεις:
Προϋπόθεσις πρώτη: τό ἀξίωμα ἤ μᾶλλον τό χάρισμα καί ἡ εὐθύνη τοῦ Πρώτου. Ἡ Συνοδικότης ἄνευ τοῦ Πρωτείου, καί τἀνάπαλιν, συνιστοῦν σχῆμα ὄχι μόνον ὀξύμωρον ἀλλά καί ἀνύπαρκτον. Ἤδη ὁ 34ος Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων θέτει τό ἀσφαλές πλαίσιον καί τήν ἰσόρροπον σχέσιν μεταξύ τῆς Συνόδου καί τοῦ Πρώτου «Τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἠγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δέ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ᾿ αὐτήν χώραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ θεός, διά Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα»[6], ὡς λέγει ὁ θεόγραπτος κανών. Σημειωθήτω, βεβαίως, ὅτι ὁ Πρῶτος δέν ὑφίσταται τιμῆς ἕνεκεν, διότι ἄνευ τοῦ Πρώτου δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξῃ Σύνοδος. «Ὅπου, συνεπῶς, σύνοδος, ἐκεῖ καί πρωτεῖο. Καί ὅπου πρωτεῖο, ἐκεῖ καί Σύνοδος»[7], θά σημειώσῃ καί πάλιν ὁ πολύς μακαριστός Περγάμου Ἰωάννης. Βεβαίως, τό Πρωτεῖον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου εἶναι σήμερον ὁ λίθος τοῦ προσκόμματος διά μερικάς ἐκ τῶν νεοπαγῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾽ ὡς ἐλέχθη, ἡ πρόταξις καί μάλιστα ἡ ὑπερτροφική ἀνάπτυξις τῆς Συνοδικότητος εἰς βάρος τοῦ Πρωτείου συνιστᾷ ὀθνείαν ἀλλοίωσιν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί ἐπικίνδυνον ἐκτροπήν ἐκ τῶν ἱεροκανονικῶς παραδεδομένων.
Προϋπόθεσις δευτέρα: ἡ συνοδικότης οὐδόλως δύναται νά ὑφίσταται ἐκτός τῶν θεσπισθέντων ὑπό τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅρων καί ὁρίων. Παρά τήν υἱοθέτησιν ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νεοφανῶν μορφῶν συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας, ὡς λόγου χάριν, τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, ἀλλά καί τήν, ἐπί ἴσοις ὅροις, συμμετοχήν καί τῶν νεοτεύκτων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὀφείλομεν νά τονίσωμεν ὅτι ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας εἶναι ἀπολύτως ἱεροκανονικός καί ἀπαράγραπτος. Λέγει χαρακτηριστικῶς, ἐν προκειμένῳ, ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας δογματικός Πατήρ, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Σύνοδός ἐστιν ὅτε τά πέντε πατριαρχεῖα θεσπίσουσι μίαν πίστιν, καί ἕνα λόγον∙ εἰ δέ ἐκ τούτων κἂν εἷς ἀπολείψῃ, ἢ οὐχ ὑποκύψειε τῇ συνόδῳ, αὕτη σύνοδος οὐκ ἔστιν, ἀλλά παρασυναγωγή καί συνέδριον ματαιότητος καί ἀλαζονείας»[8].
Ἡ προσήλωσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τό συνοδικόν συνειδός, ἐπαναλαμβάνομεν, εἶναι ἀπαράτρεπτος, διό καί, ὡς ἐλέχθη, συνεκάλεσε τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, παρά τάς τιτανίους ἀντιξοότητας.Ἐάν μάλιστα τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὑποκῦπτον εἰς τάς διαφόρους φωνάς τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί τοῦ φονταμενταλισμοῦ, εἰς τάς φωνάς τῆς ἐσωστρεφείας καί τῆς ἀποκλειστικότητος, εἶχεν ἀρνηθῆ αὐτήν τήν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ, τότε θά εἶχε καταγραφῆ μία ἀπό τάς μεγαλυτέρας ἥττας εἰς τήν πολύχρονον καί πολυκύμαντον ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας. Διό καί εἰς πᾶσαν εὐκαιρίαν τονίζει τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ἀληθοῦς συνοδικοῦ φρονήματος, οὐχί μόνον λόγοις ἀλλά, κυρίως, ἔργοις. Καί τοῦτο δύναται νά βεβαιώσῃ ὁ Ἱερώτατος ἀδελφός Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Μακάριος καί σύμπας ὁ ἱερός κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, καθ᾽ ὅτι ἐσχάτως ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐνέκρινεν ἀσμένως τό νέον Σύνταγμα αὐτῆς, κείμενον ἄριστον ἐξ ἐπόψεως ἱεροκανονικῆς καί ποιμαντικῆς, καί ἔργον πολυμόχθου καί ἐντατικῆς ἐργασίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί ὁμάδος Καθηγητῶν καί εἰδικῶν ἐπιστημόνων, τό ὁποῖον λαμβάνει πρόνοιαν δημιουργίας Συνόδου Ἐπισκόπων μέ Πρῶτον τόν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπον Αὐστραλίας. Συγχαίρομεν καί ἐπαινοῦμεν, καί μέ τήν παροῦσαν εὐκαιρίαν τόν προσφιλέστατον ἀδελφόν, διότι με ταύτην τήν πρωτοβουλίαν, τήν ὁποίαν ὁλοκαρδίως ἐπηυλογήσαμεν, ἐκκλησιαστικοποιήθη ἡ διοίκησις τῆς κατ᾽ αὐτόν Ἀρχιεπισκοπῆς καί διωρθώθησαν στρεβλώσεις καί παραχρήσεις, αἵτινες ἐπεσωρεύθησαν τῇ παραδρομῇ τοῦ χρόνου εἰς τήν διοικητικήν διάρθρωσιν καί διακυβέρνησιν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Παραλλήλως δέ, καθίσταται περισσότερον ἰσχυρά ἡ θέσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριαρχείου ἐν τῇ Αὐστραλιανῇ Κοινοπολιτείᾳ καί ἐνδυναμοῦται καί ἐπιβεβαιοῦται, ἐπισημότερον, ἡ ἱεροκανονική σχέσις τῆς ἐνταῦθα Ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου μετά τοῦ σεπτοῦ Κέντρου του Φαναρίου.
Ἐκλεκτοί παρόντες, ἐπιτρέψατε ἡμῖν, παρεκβατικῶς μέν καρδιακῶς δέ, νά ἀπευθύνωμεν τόν λόγον, εἰς τό σημεῖον τοῦτο, πρός τούς παρισταμένους νέους καί νέανιδας τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως, τούς φοιτητάς καί φοιτητρίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, οι οποίοι ὡς τά νεόφυτα τῶν ἐλαιῶν κυκλώνουν τήν τράπεζα, τοῦ Πατριάρχου (πρβλ. Ψλ. 127, 3), ἀλλά καί πρός ἅπασαν τήν νεότητα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, ἥτις ἀποτελεῖ τόν ὡραιότερον καί εὐχυμότερον καρπόν τῆς Ὁμογενείας, τήν αἰσιόδοξον προοπτικήν τοῦ παρόντος καί τήν ἀκράδαντον ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος, τήν παρηγορίαν εἰς τήν αὐχμηράν ἐποχήν μας καί τήν προσδοκίαν τῆς ἐπιούσης. Χαιρόμεθα καί εὐφραινόμεθα σήμερον, αἰσθανομένοι τόν παλμόν τῆς νεότητος καί ἀδημονοῦμεν νά ἀποθαυμάσωμεν τάς ἀκολουθούσας, ἑτοιμασθείσας ὑπό τῶν νέων, ἐκδηλώσεις διά τόν ἑορτασμόν τῆς ἑκατονταετηρίδος, ὅπως ἐκαμαρώσαμεν αὐτούς πρό τριετίας, ὅταν μέ τάς ἀγγελικάς των φωνάς ἐτραγούδησαν, ἐπί τῇ συμπληρώσει τῆς τριακονταετίας ἡμῶν εἰς τόν Θρόνον τῆς Κωσταντινουπόλεως, τό ἐξαίσιον ποίημα: «Μαζεύω ρόδα, γιασεμιά, στόν κῆπο τοῦ νησιοῦ σου, στεφάνι μοσχομύριστο, νά πλέξω στή γιορτή σου. Τριάντα χρόνια καραβοκύρης, τῆς Ἐκκλησίας μας πλοηγός, τό χτυποκάρδι του: Ὀρθοδοξία μά καί τό σπίτι μας, καημός». Καί ὅταν μέ τά γεμάτα δύναμη νεανικά σώματά των ἐσχημάτισαν τήν ἀκτογραμμήν τῆς Αὐστραλίας, διά νά δείξουν ὅτι σύμπασα ἡ πέμπτη Ἤπειρος, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, εὔχεται εἰς τόν Πατριάρχην. Σας ευχαριστούμεν και πάλιν αγαπητά μας παιδιά.
Δέν ἐκφράζομεν ἁπλῶς τήν ἐλπίδα ἀλλά τήν βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας πορεύεται καλῶς καί θεοφιλῶς καί τοῦτο διότι οἱ νέοι καί αἱ νεάνιδες εὑρίσκονται πλησίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ποιμενάρχου των, καί τό λέγομεν μετά πάσης βεβαιότητος, διότι τό κριτήριον τῶν νέων ἀνθρώπων εἶναι καί ἀμείλικτον ἀλλά καί ἀλάνθαστον.
Πλειστάκις ἠκούσαμεν τό σύνθημα «εἴμαστε ἕτοιμοι γιά τό μέλλον» καί σήμερον βλέπομεν ὅτι δέν εἶναι μία συνθηματολογική ἔξαρσις ἀλλά ἡ βεβαία πραγματικότης. Τῷ ὄντι, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας πορεύεται εἰς τό μέλλον σταθερῶς καί ἀκλονήτως καί αὐτήν τήν εὐλογητήν πορείαν της ἐγγυᾶται καί ἡ σφριγῶσα νεότης. Τεκνία ἠγαπημένα, παραμείνατε πλησίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Χριστοῦ, Ο Χριστός δέν θά σᾶς ἀπογοητεύσῃ ποτέ. Κλείσατε τά ὦτα σας εἰς τάς σειρήνας τοῦ κόσμου, οι οποίοι λέγουν ὅτι τό Εὐαγγέλιον καί ἡ Ἐκκλησία σημαίνουν στέρησιν, συντήρησιν, ὀπισθοδρόμησιν καί καταπίεσιν. Κάθε άλλο! Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23) καί ἄνεσις καί ἀνάψυξις, ὡς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν», (Μτ. 11, 28-29). Μόνον ἡ ἁμαρτία καί τά ὀψώνιά της εἶναι θάνατος (πρβλ. Ρωμ 6, 23) καί ὄχι ὁ Χριστός, ο οποίος εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή.
Ἐπαναφέροντες τόν λόγον, Πατέρες καί Ἀδελφοί, εἰς τά πρότερα ἐπευλογοῦμεν πάντας ὑμᾶς πατρικῶς, ἀπονέμοντες δέ τήν πατριαρχικήν ἡμῶν εὐχήν εἴς τε τούς διδάσκοντας καί εἰς τούς διδασκομένους ἐν τῇ Θεολογικῇ Σχολῇ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἐκφράζομεν διά μίαν εἰσέτι φοράν τήν βαθεῖαν ἡμῶν εὐχαριστίαν καί συγκίνησιν διά τήν μεγίστην ταύτην ἀκαδημαϊκήν τιμήν, ξεχωριστήν πράγματι, διότι προέρχεται ἐκ τῆς πέμπτης Ἠπείρου καί τῆς ἐνταῦθα ἐκλεκτῆς θυγατρός, τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, καί τοῦτο ἐπιτείνει τήν χαράν καί τήν συγκίνησιν ἡμῶν. Καί ἐφ᾽ ὅσον ὁ λόγος ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τό συνοδικόν φρόνημα, τό ὁποῖον ὀφείλομεν νά καλλιεργήσωμεν εἰς τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, καθώς καί εἰς τούς φοιτητάς τῶν θεολογικῶν μας Σχολῶν καί μελλοντικούς κληρικούς τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιτραπήτω νά κατακλείσωμεν τόν λόγον, μέ μίαν παραίνεσιν ἐρανισμένην ἐκ τοῦ γνωστοῦ εἰς πάντας ἡμᾶς, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Συμβουλεύει ὁ ἅγιος πατήρ: «δέν εἶναι συγκεχωρημένον εἰς κἀνένα οἱονδήποτε λαϊκόν, ἤ νά κινῇ λόγον διά ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις, ἤ νά ἀντιστέκεται εἰς ὁλόκληρον ἐκκλησίαν, ἤ οἰκουμενικήν Σύνοδον. Διότι τό νά ἀνιχνεύῃ, καί νά ἐξετάζῃ τις τά τοιαῦτα, τοῦτο εἶναι ἔργον τῶν Πατριαρχῶν καί ἱερέων καί διδασκάλων, εἰς τούς ὁποίους ἐδόθη ἐκ Θεοῦ νά λύουσι, καί νά δένουσιν»[9].
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν θερμῶς διά τήν ὑπομονήν σας.
________
1. Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ἦχος πλ. δ΄.
2. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ρμθ΄ ψαλμόν, PG 55, 493.
3. Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ἰωάννου (Ζηζιούλα), Ἑκατό Κηρύγματα, Ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2023, σελ. 259-260.
4. Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κρήτη 2016 (https://www.holycouncil.org/encyclical-holy-council_el).
5. Ἑγκόλπιον Ἡμερολόγιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, 2021, σελ. 46.
6. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852, τ. 2, σ. 45.
7. Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ἱωάννου Ζηζιούλα, «Ὁ Συνοδικός Θεσμός» στό Ἔργα Α΄-Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, Ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2016, σελ. 721.
8. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Ἀποδεικτικός περί τῶν Ἁγίων καί Σεπτῶν Εἰκόνων, PG 95, 332 D.
9. Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ Ἱεροί καί Θεῖοι Κανόνες, Πρός κατάληψιν τῶν ἁπλουστέρων ἑρμηνευόμενοι παρά Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Μοναχοῦ, Ἀκριβής ἀνατύπωσις τῆς γ´ Ἐκδόσεως τοῦ 1864, Ἔκδοσις Ἀστήρ – Παπαδημητρίου», Ἀθῆναι 1986, σελ. 191.
_________
Το πρόγραμμα
Παρατίθεται το πρόγραμμα με τις κύριες εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν στο Σύδνεϋ και τη Μελβούρνη κατά τη διάρκεια της Αποστολικής Πατριαρχικής επισκέψεως, ενώ για περισσότερες πληροφορίες σχετικώς με τις εκδηλώσεις και για κρατήσεις θέσεων, όπου απαιτείται, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκέπτονται τον ιστότοπο: patriarchvisit.org.au.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΣΥΔΝΕΫ
- Πατριαρχική Θεία Λειτουργία
Κυριακή 6 Οκτωβρίου, 7:30 π.μ. – 12:00 μ.
ICC Sydney Theatre (14 Darling Dr, Sydney NSW)
- Επίσημο Δείπνο
Τρίτη 8 Οκτωβρίου, 18:00
ICC Grand Ballroom (14 Darling Dr, Sydney NSW)
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ
- Πατριαρχική Θεία Λειτουργία
Κυριακή, 13 Οκτωβρίου, 7:30 π.μ. – 12:00 μ.
Margaret Court Arena, Olympic Blvd, Μελβούρνη
- Παρέλαση προς τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχου
Κυριακή 13 Οκτωβρίου, 1:30 μ.μ. – 3:30 μ.μ.
KIA Arena, 200 Batman Ave, Μελβούρνη
- Επίσημο Δείπνο
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου, 6:00 μ.μ.
Melbourne Park, Olympic Blvd, Μελβούρνη
İlk yorum yapan siz olun