Ο Θεσσαλονικιός Τζέκυ Μπενμαγιόρ, ένας από τους τελευταίους που μιλά και διδάσκει τα Εβραιοϊσπανικά, αφηγείται στη Voria.gr την ιστορία της γλώσσας
Τα εβραιοϊσπανικά είναι μία γλώσσα της Θεσσαλονίκης. Μπορεί να μη γεννήθηκε εδώ, όμως απέκτησε ρίζες μέσα στη φυσιογνωμία αυτής της πόλης από τον 16ο αιώνα έως και το 1940 και την επέλαση των Ναζί. Πώς μπορεί όμως μία γλώσσα που μιλούσαν περισσότερα από 80.000 άτομα στην Ελλάδα, με την πλειονότητα αυτών να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, να κινδυνεύει σήμερα με εξαφάνιση; Ο Θεσσαλονικιός Τζέκυ Μπενμαγιόρ, ένας από τους τελευταίους που μιλά και διδάσκει τη γλώσσα, αφηγείται στη Voria.gr την ιστορία της και το πώς υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ενδιαφέρονται για αυτήν.
«Τα εβραιοϊσπανικά είναι μία γλώσσα με βάση τα ισπανικά, πολλές τουρκικές λέξεις, αρκετές ελληνικές και ιταλικές όπως και εβραϊκές που συνήθως είναι συνδεδεμένες με λειτουργικούς σκοπούς και τη συναγωγή. Στην πραγματικότητα είναι ισπανικά, που μιλάμε οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης», σημειώνει ο γεμάτος ζωντάνια 75χρονος κ. Μπενμαγιόρ στην κουβέντα που έγινε στο σπίτι του, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Γεννημένος στο Διοικητήριο, γέννημα – θρέμμα της Θεσσαλονίκης, γνώρισε την πόλη σχεδόν ταυτόχρονα με τη γλώσσα που μιλούσαν οι γονείς του. «Τα εβραιοϊσπανικά τα άκουγαν στο σπίτι τους όσοι είχαν γονείς με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Αν για παράδειγμα ήταν από τα Ιωάννινα ή τη Λάρισα ο ένας γονιός τότε δεν τη γνώριζε», υπογραμμίζει ο Τζέκυ Μπενμαγιόρ.
Λύνοντας μία παρεξήγηση που τείνει να γίνει… καθεστώς ο 75χρονος τονίζει ότι η γλώσσα λέγεται εβραιοϊσπανικά και όχι ισπανοεβραϊκά ενώ δεν έχουν σχέση με την αμιγώς εβραϊκή γλώσσα. «Οι γονείς μου, που μιλούσαν εβραιοϊσπανικά, δεν ξέραν εβραϊκά. Είναι λάθος να θεωρούνται το ίδιο, είναι λάθος ορισμός», ξεκαθαρίζει.
Τα εβραιοϊσπανικά ξεκίνησαν στην Ισπανία τον 13ο με 14ο αιώνα, κυρίως για θρησκευτικούς λόγους, καθώς οι τότε Εβραίοι ήθελαν να εξηγήσουν σε ανθρώπους που δεν γνώριζαν εβραϊκά τι γράφεται στη Βίβλο. Ξεκίνησαν να τη μεταφράζουν στα ισπανικά και έτσι προέκυψε η γλώσσα.
Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η γλώσσα να μιλιέται στη Θεσσαλονίκη και να αποκτά τις ρίζες της; Η ιστορία της ξεκινά από τον διωγμό των Εβραίων από την Ισπανία το 1492. Η πλειονότητα όσων εκδιώχθηκαν ίδρυσαν κοινότητες σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και της Μεσογείου. Σε αυτές συγκαταλέγονται η Ιταλία, το Μαρόκο, η Τουρκία, η Θεσσαλονίκη και η Ρόδος, καθώς και άλλες ζώνες της ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής, με τους ίδιους να κρατούν τη γλώσσα τους, την καστιλιάνικη διάλεκτο των Ισπανών. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη έρχονταν δεκάδες άτομα και δημιουργούσαν κοινότητες που συνήθως ήταν γύρω από μία συναγωγή.
Με τα χρόνια να περνούν, οι εβραϊκές κοινότητες που υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη έπρεπε να βρουν κοινό τόπο συνεννόησης. Ούσα η γλώσσα που μιλούσαν οι περισσότεροι, τα εβραιοϊσπανικά, συγκριτικά με αυτά που μιλούσαν οι Εβραίοι της Ιταλίας ή της Γερμανίας που είχαν έρθει στην πόλη, επικράτησε ως κύρια γλώσσα. Ο κ. Μπενμαγιόρ προσδιορίζει την επικράτησή της περίπου στον 18ο αιώνα, που η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. «Οι Τούρκοι δεν επέβαλαν περιορισμούς στη λατρεία των Εβραίων, όπως και στους Χριστιανούς. Τα προβλήματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή αφορούσαν την οικονομική ζωή της καθημερινότητας, όπως και τους ληστές», εξηγεί.
Ερχόμενος στα πιο σύγχρονα χρόνια ο Τζέκυ Μπενμαγιόρ αναφέρει ότι από το 1900 και μετά περίπου 80.000 άτομα στην επικράτεια μιλούσαν εβραιοϊσπανικά, οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη. «Βέβαια εκτός από τους Θεσσαλονικείς μιλούσαν τη γλώσσα συγχρόνως άτομα και από τη Βουλγαρία, το Σαράγεβο, την Αδριανούπολη, τη Σμύρνη, τη Ρόδο και την Κω. Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί και η κοινότητα της Αλεξανδρούπολης που επηρεαζόταν από την κοινότητα της Αδριανούπολης», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Η σύνδεση με τους Χριστιανούς και οι 32 εφημερίδες
Συνολικά σε διάφορα χρονικά διαστήματα υπήρξαν τουλάχιστον 32 εφημερίδες που ήταν γραμμένες στα εβραιοϊσπανικά, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1963. Μάλιστα μία εξ αυτών, η εφημερίδα «Μεσαζέρο», τύπωσε το τελευταίο της φύλλο στις 9 Απριλίου του 1941 στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που αποδεικνύει ότι μέχρι τον ερχομό των ναζί στην Ελλάδα η γλώσσα είχε επαφή με τους ντόπιους γνωρίζοντες τα εβραιοϊσπανικά.
Ο διδάσκων μάλιστα περιγράφει ένα γεγονός από το 1912 για τη σύνδεση της γλώσσας με τους ντόπιους Χριστιανούς. «Είναι μια ιστορία που δεν την έχω αποδείξει ερευνητικά αλλά είμαι 100% σίγουρος ότι ισχύει. Το Σάββατο στα Εβραϊκά ακούγεται “Σαμπάτ” (σ.σ. με παχύ σίγμα). Στην περιοχή του Βαρδάρη όπου δούλευαν Χριστιανοί και Εβραίοι μαζί το Σάββατο το άκουγες πλέον ως “Σαμπά”. Γεγονός που δείχνει τη σύμπτυξη των δύο λαών. Σε αυτό να προστεθεί φυσικά και η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης ή αλλιώς Φεντερασιόν που αποτελείτο από Εβραίους».
Η επέλαση των Nαζί που έπληξε τη γλώσσα
Στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η συντριπτική πλειονότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης οδηγήθηκε στα μαρτυρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Αρκετός κόσμος χάθηκε τότε επειδή δεν βρήκε καταφύγιο, οι περισσότεροι που σώθηκαν ήταν από την Αθήνα και κατάφεραν να διαφύγουν», τονίζει ο 75χρονος δάσκαλος για εκείνες τις στιγμές. Μόλις 1.000-1.200 άτομα από την πολυπληθή κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατάφεραν να σωθούν και να επιστρέψουν στην πόλη.
Όπως ήταν λογικό, η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτέλεσε το σφοδρότερο πλήγμα που υπέστησαν οι κοινότητες που μιλούσαν εβραιοϊσπανικά. Παράλληλα, αρκετές μεταναστεύσεις προς τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, αλλά και άλλες χώρες, συνετέλεσαν στο να απομείνουν λίγοι που τη γνώριζαν.
«Κατά την επιστροφή τους το 1945 από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σημειώνεται κάτι ενδιαφέρον. Τα πρώτα αρχεία της κοινότητας της Θεσσαλονίκης είναι στα εβραιοϊσπανικά. Όμως, η εξόντωση και στη συνέχεια η μετανάστευση, όπως και η δημιουργία μεικτών οικογενειών, οδήγησε στο να τη γνωρίζουν όλο και λιγότεροι. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και ότι όσοι κατάφεραν να γυρίσουν δεν ήθελαν πλέον να μιλούν εβραιοϊσπανικά, δεν ήθελαν να θυμούνται τίποτα από εκείνη την εποχή».
Οι προσπάθειες να μείνει ζωντανή και το ενδιαφέρον από μη Εβραίους
Ερχόμενος στο σήμερα, ο Τζέκυ Μπενμαγιόρ, που διδάσκει σε μικρούς και μεγάλους μαθητές τη γλώσσα, δηλώνει ευχαριστημένος από την αντίδρασή τους στο μάθημα που κάνει στο ΑΠΘ. «Πιστεύω ότι λόγω του ανεξερεύνητου υλικού που υπάρχει στα εβραιοϊσπανικά θα βοηθήσει ώστε μαθητές να μάθουν τη γλώσσα», επισημαίνει.
Ο ίδιος είναι ίσως ο μοναδικός στη χώρα που μπορεί να μιλά, να γράφει και να διδάσκει στη γλώσσα στη γραφή Ράσι, όπου είναι γραμμένα και τα ανεξερεύνητα αρχεία που βρίσκονται στη Μόσχα και έχει αποφασιστεί να γυρίσουν στην Ελλάδα. «Εγώ μπορώ να τα διαβάσω, όπως και οι φοιτητές μου που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο», αναφέρει ο καθηγητής που πραγματοποιεί τα μαθήματα αφιλοκερδώς. «Προσπαθώ να διατηρήσω τη γλώσσα, πιστεύω ότι θα γίνει. Πολλές φορές μαζί τη γυναίκα μου τη Κέλλυ έχουμε αισθανθεί συγκινημένοι από την αντίδραση των παιδιών στην εκμάθηση της γλώσσας», υπογραμμίζει.
Φωτογραφίες: Η πρώτη φωτογραφία είναι το πρωτοσέλιδο της Εβραιοϊσπανικής Εφημερίδας Λα Επόκα από τον Μάρτιο του 1876. Η δεύτερη είναι ο λόγος του προέδρου του ιδρύματος Ετς Χαΐμ με τον απολογισμό του έργου για το 1878, τέταρτο χρόνο από την ίδρυσή του:
İlk yorum yapan siz olun