Ήρα Τζούρου
Το 1910, όταν η γιαγιά μου, η Σιρβάρντ, γεννήθηκε στο χωριό Τασκούσα του Αραπγκίρ, δεν ήξερε πως πέντε χρόνια μετά θα έχανε τα αδέλφια της στις πορείες θανάτου στην έρημο• ούτε και η μητέρα της, η Χαϊγκανούς, που είχε έρθει νύφη από το μακρινό Αγκν, γνώριζε ότι θα έχανε τα αδέλφια, την μάνα και τον πατέρα της με τον ίδιο τρόπο. Ο προπαππούς μου, ο Θωμάς, όταν έπαιζε βιολί στις γιορτές της ενορίας, στον καθεδρικό ναό του Αραπγκίρ του 13ου αιώνα, δε φανταζόταν ποτέ ότι το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου 1957, ο δήμος θα τo κατεδάφιζε με δυναμίτες. Μου έλεγε: «Ο ναός μας χωρούσε 3.000 άτομα! Σαν ήρθε η μέρα να βαφτίσουμε τη γιαγιά σου, μαζεύτηκε κόσμος από τα γύρω χωριά• τότε το Αραπγκίρ μετρούσε πάνω από 11 χιλιάδες Αρμενίους!».
Χαμένοι συγγενείς, χαμένα αδέλφια στην καυτή άμμο του Ντερ Ζορ, άγνωστο αν έφτασαν κάπου, αν σώθηκαν… Πού να βρίσκονται; Ζουν; Πέθαναν; Ποιο χώμα τους σκέπασε; Πού να ανάψεις ένα κερί; Ερωτήματα θαμμένα στις ψυχές των δικών μου ανθρώπων, των δικών μου συγγενών, που κατάφεραν να φτάσουν ξυπόλυτοι, πεινασμένοι στην Πόλη, στην περιοχή Κουμκαπί κoντά στο Αρμενικό Πατριαρχείο, το καταφύγιο για χιλιάδες πρόσφυγες των Αρμενικών Επαρχιών. Μια στέγη, ένα κομμάτι ψωμί σύντομα απάλυνε τον πόνο από τις ψυχές των Αρμενίων προσφύγων του Κουμκαπί.
Μετά από λίγο καιρό, έφτασαν κατά χιλιάδες τα ορφανά. Οι αρμενικές οργανώσεις άνοιξαν τις κουζίνες τους για να τα ταΐσουν και να τα ντύσουν. «Μα ποια ορφανά…», φώναζε η γιαγιά Χαϊγκανούς, «είναι κόρες μας, είναι γιοι μας, είναι τα παιδιά μας». Έτσι, κάθε Κυριακή για ένα χρόνο, πήγαιναν τα φαγητά τους στα ορφανοτροφεία της Πόλης.
Στις αρχές του 1917, ενταγμένοι πλέον στην αρμενική κοινότητα του Κουμκαπί, συμμετείχαν στον έρανο για τα «ορφανά της ερήμου». Από το υστέρημά τους μάζευαν ό,τι μπορούσαν για τα παιδιά τους. Μοναδική ανάμνηση εκείνων των ημερών, που διασώθηκε μέσα σε ένα βιβλίο, είναι μια χάρτινη ροζέτα 98 χρόνων, με τίτλο απλό: “ΣΩΣΤΕ ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ”
Η γιαγιά μου έλεγε: «Όταν ένας λαός δε θέλει να πεθάνει, δεν πεθαίνει». Η ροζέτα πέρασε από το γιακά του προπάππου μου, στα χέρια του γιου του, Καρνίκ, γεννημένου στο Κουμκαπί γύρω στο 1922• ύστερα, από τα χέρια του, στα δικά μου. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο παππούς Καρνίκ, με κάλεσε για να μου δώσει τα κειμήλια της οικογένειας. Δεν ήταν χρυσές λίρες, ούτε κοσμήματα και διαμάντια• ήταν παλιές φωτογραφίες και έγγραφα. «Η κληρονομιά μας είναι η ιστορία μας», είπε…
Σήμερα, με τη βοήθεια της εφημερίδας «Αζάτ Ορ», η ροζέτα έφτασε και παρουσιάζεται στην μόνιμη έκθεση του Μουσείου Γενοκτονίας της Αρμενίας. Μπήκε το νερό στο αυλάκι. Και συνέχιζε η γιαγιά μου η Σιρβάρντ «Τη μάνα σου κι αν λησμονήσεις – τη μάνα γλώσσα μην ξεχάσεις». Η δωρεά μου ας είναι εις μνήμη της Σιρβάρντ, της Αρούς, παιδιά της Χαϊγκανούς, του αδελφού της Καρνίκ του Θωμά, των συγγενών μου που διασώθηκαν για να υπάρχω εγώ.
Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2015, τεύχος 87
İlk yorum yapan siz olun